Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

#2 Η Ζαΐρα (1938)

σελ. 82 Κουβέντα με τους φίλους μου

[...]
Στις 21 του Σεπτέμβρη που τελείωσε η "σαιζόν", γυρίσαμε στην Αθήνα. Στα μέσα του Οκτώβρη θα πήγαινα φαντάρος.
Απ' αυτή την τουρνέ δεν γύρισα αλώβητος.
Ηταν δύο φορές τα χρόνια μου. Αυτό είχε μία μαγεία για μένα. Δεν υπήρξε έρωτας, αλλά ένιωθα γεμάτος, συμπληρωμένος. Ηταν εξαιρετική γυναίκα. Της μιλούσα για μένα και τα προβλήματά μου ξεχνώντας ότι είχαμε ερωτικές σχέσεις. Της μιλούσα για τη Μαρία, για την απογοήτευσή μου, για τα όνειρά μου και ποτέ δεν την συμπεριλάμβανα σ' αυτά. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να την πλήγωνα. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να 'ναι ερωτευμένη μαζί μου. Ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Στην Αθήνα πήραμε ένα ταξί και πήγαμε πρώτα σπίτι μου, Βερανζέρου 47. Της έλεγα στο δρόμο ότι θα το πω της Μαρίας γιατί δεν ήθελα να ζω στο ψέμα.
Με έπεισε ότι δεν έγινε τίποτα και μόνο που θα πλήγωνα τη Μαρία. "Ολοι οι άντρες το κάνουν αυτό και συ δεν θα 'σαι εξαίρεση". Λες και με καταράστηκε.
Η Τασία μ' αγάπησε πραγματικά. Ειλικρινά. Σίγουρα. Ομως το κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα. Κάτι παραπάνω από το "κατάλαβα". Το έμαθα. Μου το μάθανε οι πράξεις της.
Οταν χωρίσαμε στην πόρτα του σπιτιού μου, η Τασία ήταν έγκυος 2-3 μηνών. Δε μου 'πε τίποτα. Την ξαναείδα μερικές μέρες αφού γεννήθηκε το παιδί κι αφού ο χωρισμός μου με τη Μαρία έγινε οριστικός. Ηρθε στο στρατώνα και με βρήκε η σπιτονοικοκυρά της, η κυρία Μαρίκα.
-"πότε θα 'ρθεις να δεις την κόρη σου;". Ετσι έμαθα πως γέννησε η Τασία.
Πήρα άδεια το Σαββατοκύριακο και πήγα. Χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό μου. Ποιές είναι οι ευθύνες μου; Τι θα κάνω όταν βάλει τα κλάματα; Μπήκα μέσα, η Τσία φαινόταν πανευτυχής. Η κυρία Μαρίκα που αποδείχτηκε σπουδαία καρδιά αλλά και τύπαρος με υποδέχτηκε γελώντας:
-"Ελα να δεις την κούκλα σου. Θα πρέπει να γουστάριζες πολύ την ώρα που την έφτιαχνες". Η Τασία τα κατάφερε να τη στείλει για κάτι δουλειές για να μείνουμε μόνοι. Τη ρώτησα γιατί δεν μου το είπε. Μου είπε ότι ήταν η τελευταία της ευκαιρία να κάνει ένα παιδί και το ήθελε από μένα.
-"Εσύ δεν έχεις καμιά ευθύνη και ούτε περιμένω τίποτα από σένα γι' αυτό και σ' έπεισα να μην πεις τίποτα στη γυναίκα σου και να μείνεις μαζί της. Φυσικά είναι δικαίωμά σου να βλέπεις την κόρη σου όποτε θέλεις".
Δεν υπήρξε φορά που πήρα άδεια και δεν πήγα να τις δω. Ως την ημέρα που έφυγα για το μέτωπο. Στις 9 Νοεμβρίου του 1940.
Οταν γύρισα με την κατάρρευση, τις έβλεπα πάλι ως την άνοιξη του 1942 που η Τασία έπρεπε να δουλέψει κι έφυγε γιατί της προσφέρθηκε μια δουλειά υποβολέα στη Θεσσαλονίκη. Η Τασία ήταν παντρεμένη μ' έναν επιφανή δημοσιογράφο της Θεσσαλονίκης. Χώρισαν το 1933 κι η Τασία ήρθε στην Αθήνα. Ομως δεν είχε πάρει διαζύγιο. Εκαναν παρέα. Ο άντρας αγάπησε τόσο αυτό το παιδί που το αναγνώρισε και έζησαν σαν μία πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.
Η Ζαΐρα δεν με ξέχασε ποτέ. Εύρισκε τρόπο κι ερχόταν στις διακοπές σε κάποιο συγγενικό σπίτι και πολλές φορές έμενε μαζί μου. Εγώ πήγαινα στη Θεσσαλονίκη. Πάντα κρυφά. Για να μη ζηλέψει ο άντρας της Τασίας που τη λάτρευε. Ολος ο κόσμος τη λάτρευε. Κάποτε που επισκέφθηκα τη μητέρα μου πήρα και τη Ζαΐρα μαζί μου, θα 'τανε τότε πέντε χρονών. Στη μητέρα μου είπα ότι ήταν κόρη ενός συναδέλφου που είχε γύρισμα και με παρακάλεσε να την κρατήσω ώσπου να τελειώσει.
Αντίκρυ από το σπίτι είχε ένα ζαχαροπλαστείο. Η μάνα μου πετάχτηκε μια στιγμή κι όταν γύρισε έφερε πάστες. Πάστες φλώρα. Εδωσε μία σε μένα κια μία στη Ζαΐρα.
-"Πιστεύω να σου αρέσει και σένα η πάστα φλώρα όπως αρέσει και στον μπαμπά σου". Ποτέ δεν κατάφερα να ξεγελάσω τη μάνα μου. Η Τασία πέθανε πολύ μεγάλη. Μετά τη Ζαΐρα. Η κόρη μας χάθηκε 32 χρονών. Αυτά.
[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου