Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

#0.1 Σημειώσεις εισαγωγής

Πω-πω, πόσο δύσκολο είναι να συμπληρώνεις κενά από τις ζωές ανθρώπων. Να φαντάζεσαι και να αναπλάθεις όλα εκείνα που είτε δεν θυμάσαι να έχεις ακούσει κάτι είτε ποτέ δεν ρώτησες. Δεν πρόλαβες να τους ρωτήσεις ή δεν θέλησαν ποτέ τους να σου πουν και ίσως δεν είπαν και σε κανέναν. Σαν ένα τεράστιο πάζλ που έχουν χαθεί πάνω από τα μισά κομμάτια του...

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

#2 Η Ζαΐρα (1938)

σελ. 82 Κουβέντα με τους φίλους μου

[...]
Στις 21 του Σεπτέμβρη που τελείωσε η "σαιζόν", γυρίσαμε στην Αθήνα. Στα μέσα του Οκτώβρη θα πήγαινα φαντάρος.
Απ' αυτή την τουρνέ δεν γύρισα αλώβητος.
Ηταν δύο φορές τα χρόνια μου. Αυτό είχε μία μαγεία για μένα. Δεν υπήρξε έρωτας, αλλά ένιωθα γεμάτος, συμπληρωμένος. Ηταν εξαιρετική γυναίκα. Της μιλούσα για μένα και τα προβλήματά μου ξεχνώντας ότι είχαμε ερωτικές σχέσεις. Της μιλούσα για τη Μαρία, για την απογοήτευσή μου, για τα όνειρά μου και ποτέ δεν την συμπεριλάμβανα σ' αυτά. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να την πλήγωνα. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να 'ναι ερωτευμένη μαζί μου. Ποτέ της δεν παραπονέθηκε. Στην Αθήνα πήραμε ένα ταξί και πήγαμε πρώτα σπίτι μου, Βερανζέρου 47. Της έλεγα στο δρόμο ότι θα το πω της Μαρίας γιατί δεν ήθελα να ζω στο ψέμα.
Με έπεισε ότι δεν έγινε τίποτα και μόνο που θα πλήγωνα τη Μαρία. "Ολοι οι άντρες το κάνουν αυτό και συ δεν θα 'σαι εξαίρεση". Λες και με καταράστηκε.
Η Τασία μ' αγάπησε πραγματικά. Ειλικρινά. Σίγουρα. Ομως το κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα. Κάτι παραπάνω από το "κατάλαβα". Το έμαθα. Μου το μάθανε οι πράξεις της.
Οταν χωρίσαμε στην πόρτα του σπιτιού μου, η Τασία ήταν έγκυος 2-3 μηνών. Δε μου 'πε τίποτα. Την ξαναείδα μερικές μέρες αφού γεννήθηκε το παιδί κι αφού ο χωρισμός μου με τη Μαρία έγινε οριστικός. Ηρθε στο στρατώνα και με βρήκε η σπιτονοικοκυρά της, η κυρία Μαρίκα.
-"πότε θα 'ρθεις να δεις την κόρη σου;". Ετσι έμαθα πως γέννησε η Τασία.
Πήρα άδεια το Σαββατοκύριακο και πήγα. Χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό μου. Ποιές είναι οι ευθύνες μου; Τι θα κάνω όταν βάλει τα κλάματα; Μπήκα μέσα, η Τσία φαινόταν πανευτυχής. Η κυρία Μαρίκα που αποδείχτηκε σπουδαία καρδιά αλλά και τύπαρος με υποδέχτηκε γελώντας:
-"Ελα να δεις την κούκλα σου. Θα πρέπει να γουστάριζες πολύ την ώρα που την έφτιαχνες". Η Τασία τα κατάφερε να τη στείλει για κάτι δουλειές για να μείνουμε μόνοι. Τη ρώτησα γιατί δεν μου το είπε. Μου είπε ότι ήταν η τελευταία της ευκαιρία να κάνει ένα παιδί και το ήθελε από μένα.
-"Εσύ δεν έχεις καμιά ευθύνη και ούτε περιμένω τίποτα από σένα γι' αυτό και σ' έπεισα να μην πεις τίποτα στη γυναίκα σου και να μείνεις μαζί της. Φυσικά είναι δικαίωμά σου να βλέπεις την κόρη σου όποτε θέλεις".
Δεν υπήρξε φορά που πήρα άδεια και δεν πήγα να τις δω. Ως την ημέρα που έφυγα για το μέτωπο. Στις 9 Νοεμβρίου του 1940.
Οταν γύρισα με την κατάρρευση, τις έβλεπα πάλι ως την άνοιξη του 1942 που η Τασία έπρεπε να δουλέψει κι έφυγε γιατί της προσφέρθηκε μια δουλειά υποβολέα στη Θεσσαλονίκη. Η Τασία ήταν παντρεμένη μ' έναν επιφανή δημοσιογράφο της Θεσσαλονίκης. Χώρισαν το 1933 κι η Τασία ήρθε στην Αθήνα. Ομως δεν είχε πάρει διαζύγιο. Εκαναν παρέα. Ο άντρας αγάπησε τόσο αυτό το παιδί που το αναγνώρισε και έζησαν σαν μία πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.
Η Ζαΐρα δεν με ξέχασε ποτέ. Εύρισκε τρόπο κι ερχόταν στις διακοπές σε κάποιο συγγενικό σπίτι και πολλές φορές έμενε μαζί μου. Εγώ πήγαινα στη Θεσσαλονίκη. Πάντα κρυφά. Για να μη ζηλέψει ο άντρας της Τασίας που τη λάτρευε. Ολος ο κόσμος τη λάτρευε. Κάποτε που επισκέφθηκα τη μητέρα μου πήρα και τη Ζαΐρα μαζί μου, θα 'τανε τότε πέντε χρονών. Στη μητέρα μου είπα ότι ήταν κόρη ενός συναδέλφου που είχε γύρισμα και με παρακάλεσε να την κρατήσω ώσπου να τελειώσει.
Αντίκρυ από το σπίτι είχε ένα ζαχαροπλαστείο. Η μάνα μου πετάχτηκε μια στιγμή κι όταν γύρισε έφερε πάστες. Πάστες φλώρα. Εδωσε μία σε μένα κια μία στη Ζαΐρα.
-"Πιστεύω να σου αρέσει και σένα η πάστα φλώρα όπως αρέσει και στον μπαμπά σου". Ποτέ δεν κατάφερα να ξεγελάσω τη μάνα μου. Η Τασία πέθανε πολύ μεγάλη. Μετά τη Ζαΐρα. Η κόρη μας χάθηκε 32 χρονών. Αυτά.
[...]

#1 Περιποιητής Φυτών (1989)

Ανοιξη του ΄89. Μάρτιος; Απρίλιος; Δεν θυμάμαι...
"Σου έχω κλείσει μία πρόσκληση να πάμε να δούμε τον Περιποιητή Φυτών, στο Εθνικό. Θα χαρώ πολύ να έλθεις".
"Να έλθω! Πότε;"
"Την Παρασκευή το βράδυ!"
Μου είχε φανεί περίεργη η επιμονή του να βρεθούμε. Αυτή τη φορά δεν μπορούσα να την αποκρούσω, δεν έβρισκα πια δικαιολογίες. Συμφωνήσαμε. Θα πήγαινα. Αλλωστε είχε πολλούς μήνες να δω θέατρο. Ελπιζα μόνο να μην είναι βαρετή, δεν είχα καλή εμπειρία από τα ελληνικά έργα. Ομως αυτό ήταν του Μάτεση, έπαιζε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος και ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος και βέβαια ήταν που μου το πρότεινε κι ένας ηθοποιός που εκτιμούσα βαθιά τη γνώμη του, όπως και τις ιδέες του, καθότι κομμουνιστές και οι δυο μας.
Ηλθε η Παρασκευή. Εφυγα νωρίτερα από την εφημερίδα, όπως όλες τις Παρασκευές που κλείναμε νωρίτερα φύλλο. Πήγα σπίτι, στο Κουκάκι, άλλαξα, ντύθηκα, το πήρα τηλέφωνο: "Ξεκινάω!". "Θα σε περιμένω στο φουαγιέ!". Μπήκα στο Οτομπιάνκι που είχα τότε και βρέθηκα στην Αγίου Κωνσταντίνου. Ηταν ήδη εκεί. Χαιρετηθήκαμε. Εμοιαζε πολύ χαρούμενος που με έβλεπε μετά από δύο χρόνια. Μας έδειξαν τις θέσεις. Καθίσαμε. Είδαμε την παράσταση αλλά, τώρα που γράφω, δεν θυμάμαι πολλά καθώς όσα ακολούθησαν τα έσβησαν από τη μνήμη μου. Πήγαμε από τα παρασκήνια και χαιρετήσαμε τους ηθοποιούς στα καμαρίνια. Με σύστηνε σαν έναν παλιό φίλο κι αυτό ακουγόταν λίγο αστείο καθώς εγώ τότε ήμουν 26 χρονών κι εκείνος 72. Μου άρεσε όμως. Βγαίνοντας από την πίσω πλευρά του θεάτρου, στην Μενάνδρου, με ρώτησε αν έχω αυτοκίνητο ή αν θέλει να πάρουμε ταξί να πάμε κάπου να τσιμπήσουμε. "Εκτός αν δεν θέλεις!". Περισσότερο από ευγένεια του είπα ότι δεν έχω αντίρρηση. Μου ήταν πολύ ευχάριστη η παρέα του, αλλά είχα ένα κούμπωμα. Ποτέ δεν είχα καταλάβει το γιατί ήθελε να συναντηθούμε. Κι αυτό με απομάκρυνε.
Οταν είχαμε πρωτοσυναντηθεί, το καλοκαίρι του '86 σε μία παράσταση που έπαιζε εκείνος, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, το μόνο που μου είχε πει ότι ήταν παλιός φίλος της γιαγιάς μου, της Τασίας, από τότε που ήταν νέοι. Και ότι είχαν για αρκετά χρόνια συνεργαστεί στο θέατρο, εκείνος ως ηθοποιός κι εκείνη ως τεχνικός θεάτρου και υποβολέας. Αυτό όλο κι όλο ήξερα για τη σχέση του μαζί μου. Κι ακόμη ότι όσο καιρό σπούδαζα στην Αμερική έψαχνε να με βρει έχοντας μάλιστα επικοινωνήσει με τους θείους μου, τα αδέλφια του πατέρα μου, ζητώντας τους να του δώσουν κάποιο τηλέφωνο ή διεύθυνση για να με βρει.
Πήγαμε προς το αυτοκίνητο. Ηταν περασμένα μεσάνυχτα. Ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει από το θέατρο και η Μενάνδρου ήταν αρκετά σκοτεινή. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Καθώς έβγαζα την κριπτονάιτ από το τιμόνι και ετοιμαζόμουν να βάλω μπρος με ρώτησε: "Αποφάσισες; Πάμε να τσιμπήσουμε ή να σε κεράσω ένα ποτό;". Δεν είχα πολύ όρεξη. "Δεν ξέρω, ό,τι θέλετε!". "Καλά, πριν ξεκινήσουμε τότε να σου πω κάτι που πρέπει να ακούσεις και μετά αποφασίζεις". Ξαφνιάστηκα. Σχεδόν αυτόματα μου μπήκαν παράξενες ιδέες. Βρε μπας και θέλει να μου την πέσει; Εσφιξα ασυνείδητα την κριπτονάιτ. "Αντρέα! Είμαι ο πατέρας της μαμάς σου. Της Ζαΐρας!". Μούδιασε το κεφάλι μου. Εχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. "Ορίστε;;;"